Thursday, August 23, 2007
ένας μικρός θάνατος
Είχα ένα όνειρο.
Πως ήμουν ξανά στην παραλία
και νιφάδες χιονιού έσκαγαν πάνω στο κύμα.
Φορούσα ένα παλιό πουλόβερ μονάχα,
μακρύ
λευκό
Που μύριζε σαν
εσενα
και το προσωπό μου χανόταν στα χέρια μου
Για να σε φέρει πιο κοντα.
Εγώ στεκόμουν μόνη εκεί.
Ο αέρας χόρευε με τα μαλλιά μου.
και ήταν σχεδόν σαν
να ήτανε κάποιος εκεί
και να έπαιζε μαζί τους.
Ένας ζεστός αέρας με άγγιζε.
Ζεστός αέρας,χιόνι και θάλασσα.
Και όλα ήταν γαλήνια.
Μα τα χείλη μου,
είχαν μια γεύση αλμύρας και αίματος.
Στεκόμουν κοιτάζοντας τη θάλασσα.
Η παραλία έρημη.
Έρημη και γνώριμη.
Πλατιά σαν λιβάδι με στάχυα.
Μα δέντρα την αγκάλιαζαν ασφυκτικά.
Δεν είχα γυρίσει από την άλλη να κοιτάξω,
Και όμως ήξερα πως ήταν εκεί.
.Ήξερα πως κάπου πίσω μου ήσουν και εσύ-
Περπάτησα στην άκρη της άμμου,
εκεί που σκάει το κύμα
παίζοντας με τις νιφάδες.
Σύννεφα μαύρα κάλυπταν τον ουρανό
Και δίπλα μου περπατούσε
η σκιά σου
Μα εσυ,
πίσω μου.
Και τότε
σαν μικρό παιδί
γύρισα δειλά να σε αγγίξω,
με κλειστά τα μάτια.
Άπλωσα το χέρι μου εκεί που
ήσουν,
μα έπιασα μόνο ρεύματα αέρα
και τις νιφάδες.
Καταραμένες νιφάδες χιονιού.
Άνοιξα τα μάτια μου για να σε δώ να φεύγεις κατα μήκος της ακτής
Και το βήμα σου δεν άφηνε κανένα σημάδι στην άμμο,
επειδή δεν ήθελες κανένας να δεί πως με είχες ακολουθήσει.
Ήξερα όμως πως είχες έρθει
για να γεμίσεις το κενό μου.
Ήξερες πως μου είχες λείψει.
Δεν έτρεξα πίσω σου,
Γιατι από όλα τα αντίο σου,
αυτό ήταν
το πιο αλήθινο
και δάκρυα βουβά
αισθάνθηκα να με πνίγουν.
Δεν θα ερχόσουν ξανά δίπλα μου.
Γύρισα προς τη θάλασσα ξανά
Που ήταν γαλήνια
σαν μία τεράστια πρασινογάλαζη λίμνη
που ερωτοτροπούσε με τις νιφάδες.
Ξαφνικα,
αισθάνθηκα η άμμος να χάνεται από πίσω μου
μέσα σε μαύρο σκοτάδι.
Και η ακτή,
όλο και χανόταν μέσα στο σκοτάδι.
Τρόμαξα.
περπάτησα προς το νερό για να μην με καταπιεί το σκοτάδι
και γύρισα προς την κατεύθυνση σου
για να δω μονάχα
το σκοτάδι να σε παίρνει.
Δεν φώναξα.
οι νιφάδες γίνονταν όλο και πιο πυκνές.
Το νερό ήταν ζεστό
και με αγκάλιαζε.
όταν η στάθμη του έφτασε τη μέση μου
τα δάκρυα έτρεχαν πάνω στα χείλια μου.
Το σκοτάδι με πλησίαζε .
Ήταν τώρα ή το σκοτάδι ή η θάλασσα.
Κολύμπησα προς τα μέσα.
Το πουλόβερ εξαφανίστηκε
Και εγώ κολυμπούσα γυμνή σνα μικρό παιδί
στην παραλία τον Αύγουστο.
Σκεφτόμουν παραλίες τον Αύγουστο.
Σκεφτόμουν μελωδίες.
σκεφτόμουν..
Και με ρούφηξε ο βυθός
Μα δεν πονούσα,
Έκλαιγα μόνο
με ένα δάκρυ βουβό-
οχι-
όχι για το τελος
μα επειδή το σκοτάδι πήρε και εσένα.
Που πήρε το σκοτάδι ότι μου είχε απομείνει.
ένας μικρός θάνατος,
ένα μεγάλο κενό.
Ξύπνησα και κρύωνα
Ήταν έξι το πρωι.
Άνοιξα τα συρτάρια
και βρήκα το άσπρο πουλόβερ.
αγκάλιασα τα γόνατα μου και έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα τους.
Και έκλαιγα.
Αφιερωμένο σε μια συζήτηση στη παραλία περι μοναξιάς.Αφιερωμένο σε μικρούς θανάτους,άδικους.Αφιερωμένο σε ότι φεύγει για να μην γυρίσει πια.
Και σε όποια ζωή αφήνουμε να γλυστρήσει από τα χέρια μας.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
1 comment:
Ασύλληπτο...ανατρίχιασα..εύγε..
Post a Comment